Με μία ματιά:
Δοσολογικό σχήμα:
Carbimazole:
- Σκύλοι και γάτες:
o Αν χρησιμοποιηθεί το Vidalta® (σκεύασμα βραδείας αποδέσμευσης που κυκλοφορεί στην Ευρώπη)
- Δόση εφόδου: 15 mg/ζώοq24h την ίδια ώρα κάθε ημέρα (για 2-3 εβδομάδες). Αν η συγκέντρωση θυροξίνης στο πλάσμα είναι < 100 nmol/L, η δόση εκκίνησης συνιστάται να είναι 10 mg/ζώοq24h Μη σπάσετε την ταμπλέτα.
- Δόση συντήρησης: Αυξήστε ή μειώστε τη δόση κατά 5 mg τη φορά (η συνολική ημερήσια δόση συνήθως πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 10-25 mg) ανάλογα με τα κλινικά συμπτώματα και τα επίπεδα ολικής Τ4 στο αίμα. Αν η γάτα χρειάζεται λιγότερο από 10 mg την ημέρα θα πρέπει να ακολουθήσετε εναλλακτική θεραπεία με άλλο σκεύασμα γιατί η ταμπλέτα δεν πρέπει να σπάει.
o Άλλα σκευάσματα:
- Α)
- Δόση εφόδου: 5 mg/γάταq8hPO για 2-3 εβδομάδες
- Δόση συντήρησης: Ρυθμίστε τη δόση ανάλογα με τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και τα επίπεδα ολικής Τ4. Κάποιες γάτες (περίπου 10% των περιπτώσεων) ίσως χρειαστούν αύξηση της δόσης. Οι περισσότερες γάτες χρειάζονται 5 mg/γάταq12hPO
- Β)
- Δόση εφόδου: 10-15 mg/γάταq24hPO διαιρεμένο σε 2 ή 3 χορηγήσεις την ημέρα για 2-3 εβδομάδες.
- Δόση συντήρησης: Ρυθμίστε ανάλογα με τα κλινικά ευρήματα και τα επίπεδα ολικής Τ4 στο αίμα. Οι περισσότερες γάτες χρειάζονται 5 mg q12-24h PO.
- Γ) 2,5-5 mg/γάταq12h PO
Thiamazole (methimazole):
- Σκύλοι και γάτες:
o Δόση εφόδου:
- 2,5-5 mg/ζώοq 12h για 2-3 εβδομάδες ή
- 5 mg/ζώοq24h για 4 εβδομάδες
o Δόση συντήρησης: Εξαρτάται από την ανταπόκριση (κλινικά ευρήματα και επίπεδα Τ4 στο αίμα) αλλά συνήθως είναι:
- 2,5-5 mg/ζώοq 12h ή
- 5 mg/ζώοq24h
Δράση: Το carbimazole μεταβολίζεται στην ενεργή ουσία thiamazole (methimazole) η οποία καταστέλλει τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών.
Χρήση: Αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού στη γάτα. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την ίδια πάθηση και στο σκύλο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Οι περισσότερες εμφανίζονται τους 3 πρώτους μήνες τη θεραπείας. Ο έμετος η ανορεξία και η κατάπτωση είναι οι συχνότερες παρενέργειες αλλά είναι συνήθως παροδικά. Ίκτερος, κυτταροπενίες (συνήθως παροδικές), αυτοάνοσες αντιδράσεις και δερματολογικά συμπτώματα (κνησμός, αλωπεκία, αυτοτραυματισμός) έχουν αναφερθεί αλλά είναι σπάνια. Η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού μπορεί να μειώσει το ρυθμό σπειραματικής διήθησης αυξάνοντας τη συγκέντρωση της ουρίας και της κρεατινίνης καθώς και να αποκαλύψει νεφρική ανεπάρκεια.
Παρακολούθηση:
- Κάθε 2-3 εβδομάδες τους πρώτους 3 μήνες της θεραπείας
- Αιματολογική εξέταση
- Τ4 στον ορό του αίματος
- Ηπατική λειτουργία, αν ενδείκνυται βάση των κλινικών συμπτωμάτων
- Μετά τη σταθεροποίηση της αγωγής (τουλάχιστον 3 μήνες μετά την έναρξη)
- Τ4 κάθε 3-6 μήνες
- Άλλα διαγνωστικά tests ανάλογα με την εκδήλωση παρενεργειών
Αλληλεπιδράσεις: Η χορήγησή του πρέπει να διακοπεί τουλάχιστον 2 εβδομάδες πριν τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Φαρμακολογία:
Γενικά:
Η αντιθυρεοειδική θεραπεία με carbimazole ή methimazole αφορά ζώα με υπερθυρεοειδισμό λόγω αδενωματώδους υπερπλασίας του θυρεοειδούς ή λιγότερο συχνά λόγω λειτουργικού αδενοκαρκινώματος του θυρεοειδούς αδένα. Οι γάτες πάσχουν συχνότερα από υπερθυρεοειδισμό και σε μερικές περιοχές η αδενωματώδης υπερπλασία του θυρεοειδούς είναι η συχνότερη ενδοκρινοπάθεια της γάτας.
Η φαρμακευτική θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού συστήνεται στις εξής περιπτώσεις:
- Μακροχρόνια θεραπεία σε περιπτώσεις όπου η μόνιμη θεραπεία με χειρουργική εξαίρεση ή ραδιενεργό ιώδιο δεν είναι δυνατή.
- Βραχυχρόνια θεραπεία για τη μείωση πιθανότητας εμφάνισης επιπλοκών κατά τη διάρκεια της γενικής αναισθησίας για τη θυρεοειδεκτομή. Η θεραπεία συνεχίζεται μέχρι το ζώο να είναι ευθυρεοειδικό και η χειρουργική επέμβαση να είναι περισσότερο ασφαλής.
- Βραχυχρόνια θεραπεία για την εκτίμηση των επιπτώσεων της θεραπείας του υπερθυρεοειδισμού στη νεφρική λειτουργία. Η ανταπόκριση στη θεραπεία μπορεί να βοηθήσει στην απόφαση για το αν η μόνιμη θεραπεία με χειρουργική εξαίρεση ή ραδιενεργό ιώδιο θα είναι επωφελής.
Φαρμακοκινητική:
Η απορρόφηση του carbimazole και του thiamazole μετά τη χορήγηση από το στόμα είναι γρήγορη και πλήρης με τη βιοδιαθεσιμότητα να φτάνει περίπου το 80% στις περισσότερες υπερθυρεοειδικές γάτες. Παρά το γεγονός πως το carbimazole έχει αντιθυρεοειδική δράση, μετατρέπεται σε thiamazole σύντομα μετά τη χορήγηση έτσι ώστε μόνο το thiamazole να συγκεντρώνεται στο θυρεοειδή όπου ασκεί τη φαρμακευτική του δράση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα 10 mgcarbimazole να ισοδυναμούν σε 6,1 mgthiamazole. Έτσι εξηγείται, εν μέρη, η διαφορά των δοσολογικών σχημάτων των δύο ουσιών.
Παρακολούθηση αγωγής:
Πριν την έναρξη της αγωγής συστήνεται ο έλεγχος ουρίας, κρεατινίνης και φωσφόρου. Σε αζωθαιμικές υπερθυρεοειδικές γάτες η θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού πρέπει να γίνεται με προσοχή καθώς η μείωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης που προκαλεί είναι δυνατόν να προκαλέσει την κλινική εκδήλωση ασυμπτωματικής νεφρικής νόσου.
Όσο υψηλότερη είναι η συγκέντρωση της Τ4 πριν τη θεραπεία, τόσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται να αποκατασταθεί ευθυρεοειδισμός αν και σε μερικές γάτες επιτυγχάνεται μέσα σε λίγες ημέρες. Η βελτίωση των κλινικών συμπτωμάτων γίνεται συνήθως 2-3 εβδομάδες μετά την έναρξη της αγωγής και μετά τη διόρθωση της συγκέντρωσης της ορμόνης στο πλάσμα. Για αυτό συστήνεται να ελέγχεται η συγκέντρωση της Τ4 στο πλάσμα 2 εβδομάδες μετά την έναρξη της αγωγής. Αν η συγκέντρωση είναι χαμηλότερη του φυσιολογικού ή κοντά στο κατώτερο όριο, η δόση μπορεί να μειωθεί κατά 2,5-5 mg μέχρι να φτάσει τη δόση συντήρησης ή να διενεργηθεί θυρεοειδεκτομή. Αν η συγκέντρωση της Τ4 παραμένει υψηλή, η θεραπεία πρέπει να παραταθεί ή η δόση να αυξηθεί κατά 2,5-5 mg. Ο έλεγχος πρέπει να επαναλαμβάνεται 2-3 εβδομάδες μετά κάθε αναπροσαρμογή της δόσης και μετά κάθε 3-6 μήνες.
Παρά το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της αγωγής μπορεί να προκληθεί μεγάλη μείωση των συγκεντρώσεων της Τ4, κλινική εκδήλωση υποθυρεοειδισμού είναι σπάνια. Αυτό ίσως συμβαίνει γιατί η συγκέντρωση της Τ3 η οποία είναι περισσότερο ενεργή βιολογικά παραμένει εντός των φυσιολογικών ορίων.
Η θεραπεία πρέπει να σταματήσει στην περίπτωση εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες:
- Ήπιες παρενέργειες συμβαίνουν περίπου στο 10-15% των γατών και αφορούν ανορεξία, κατάπτωση και έμετο. Αυτές οι παρενέργειες συνήθως εμφανίζονται τις πρώτες 4 εβδομάδες της θεραπείας και είναι παροδικές και υποχωρούν παρά τη συνέχιση της θεραπείας. Τα γαστρεντερικά προβλήματα είναι λιγότερο συχνά με το carbimazole ίσως γιατί είναι άγευστο σε σχέση με το thiamazole που είναι πικρό. Σε μερικές γάτες τα γαστρεντερολογικά προβλήματα επιμένουν οπότε και η θεραπεία διακόπτεται.
- Αυτοτραυματισμός στο πρόσωπο και στον αυχένα παρατηρείται σε μερικές γάτες τους 3 πρώτους μήνες της θεραπείας. Σε αυτήν την περίπτωση η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται και να χορηγούνται γλυκοκορτικοειδή.
- Στα αρχικά στάδια της θεραπείας στο 5-15% των περιπτώσεων έχει αναφερθεί ήπια εωσινοφιλία, λεμφοκυττάρωση και λευκοπενία. Περισσότερο σοβαρές αιματολογικές επιπλοκές συμβαίνουν σε λιγότερο από το 5% των περιπτώσεων τους πρώτους 3 μήνες της αγωγής. Αυτές είναι δικτυοκυττάρωση, θρομβοκυτταροπενία, και λιγότερο συχνά αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία. Λιγότερο συχνά εμφανίζεται ηπατοτοξίκωση με ίκτερο και αυξημένα ηπατικά ένζυμα. Σε αυτές τις σοβαρές περιπτώσεις η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται και να ξεκινά χορήγηση υποστηρικτικής αγωγής.
- Myastheniagravis έχει αναφερθεί με τη χορήγηση thiamazole. Επίσης έχει αναφερθεί αιμορραγική διάθεση σε γάτες χωρίς, μέχρι σήμερα, να είναι γνωστή η αιτία.